Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τῆς μεσημβρίας

См. также в других словарях:

  • Κύπριος, Σαμουήλ ο Μεσημβρίας — (Κύπρος 1782 – Κωνσταντινούπολη 1855). Λόγιος. Διετέλεσε διευθυντής του πατριαρχικού τυπογραφείου και το 1820 διευθυντής της Πατριαρχικής Ακαδημίας. Το 1830 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Προκοννήσου και το 1835 μετατέθηκε στη Μεσημβρία. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Γαρούνας — (La Garonne). Ποταμός (575 χλμ.) της Γαλλίας, που εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό. Έχει συνολικό μήκος 650 χλμ. αν περιληφθεί και ο ποταμόκολπός του Ζιρόντ, λεκάνη απορροής 55.850 τ. χλμ. και μέσο όγκο των υδάτων που εκβάλλουν στη θάλασσα 180… …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… …   Dictionary of Greek

  • Καρκασόν — (Carcassonne). Πόλη (44.000 κάτ. το 1999) της νότιας Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Οντ (6.139 τ. χλμ., 309.770 κάτ.). Είναι χτισμένη στη συμβολή της διώρυγας της Μεσημβρίας με τον ποταμό Οντ, 80 χλμ. ΝΑ της Τουλούζ. Είναι αγορά αγροτικών… …   Dictionary of Greek

  • Κρούμος — (; – 814 μ.Χ.). Βούλγαρος ηγεμόνας (806 814). Κατόρθωσε να δημιουργήσει μεγάλο και ισχυρό κράτος με συνεχείς πολέμους. Κατέλαβε τμήμα της ανατολικής Ουγγαρίας, τμήματα της Μακεδονίας και της Θράκης, ενώ το 809 κυρίευσε τη Σαρδική (σημερινή Σόφια) …   Dictionary of Greek

  • λισσός — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Πόλη και λιμάνι της Κρήτης, επίνειο της Υρτακίνης ή της Ελύρας. Βρισκόταν στον μυχό του κόλπου του Αγίου Κυριακού, όπου σώζονται και ερείπια θεάτρου. 2. Παραλιακή πόλη της Ιλλυρίας, η ακρόπολη της οποίας ονομαζόταν… …   Dictionary of Greek

  • Ουτάρ Πραντές — (Uttar Pradesh). Ομόσπονδο κράτος (294 413 τ.χλμ., 110 862 013 κάτ.) της Ινδικής Ένωσης, στο βόρειο τμήμα της χώρας. Συνορεύει με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και το Νεπάλ στα Β, τα ομόσπονδα κράτη Μπιχάρ στα Α, Μάντυα Πραντές στα Ν, Ρατζαστάν… …   Dictionary of Greek

  • Στρύμη — I Αρχαιότατη αποικία των Θασίων στη Θράκη. Αποτελούσε προάστιο της Μεσημβρίας, από την οποία χωριζόταν με τον ποταμό Λίσο, ο οποίος στέρεψε όταν πέρασε από κει ο περσικός στρατός γιατί, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, «... ουκ αντέσχε το ύδωρ παρέχων… …   Dictionary of Greek

  • καταμεσήμερο — το 1. η στιγμή τού μεσημεριού, η ακμή τής μεσημβρίας 2. (ως επίρρ.) καταμεσήμερο καταμεσήμερα* …   Dictionary of Greek

  • λιβόνοτος — ο (AM λιβόνοτος) άνεμος που πνέει από διεύθυνση ενδιάμεση εκείνης τού λίβα και τού νότιου ανέμου («ὁ νότος ἀπὸ τῆς μεσημβρίας φερόμενος ἔχει μεσάζοντας αὐτὸν τὸν λιβόνοτον καὶ εὐρόνοτον», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβας + νότος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»